- κενογάμιον
- κενογάμιον, τὸ (Α)γάμος που τελείται χωρίς εμφάνιση, χωρίς ύπαρξη προσώπων («κενοτάφιον μὲν γὰρ εἶδον, κενογάμιον δὲ οὔ», Αχιλλ. Τάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. κεν(ο)-* + -γάμιον (< γάμιος < γάμος), πρβλ. κακο-γάμιον, οψι-γάμιον].
Dictionary of Greek. 2013.